ενισμός

ενισμός
ο филос, монизм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ενισμός" в других словарях:

  • ενισμός — ενισμός, ο και μονισμός, ο (φιλοσ.), μεταφυσική θεωρία, που δέχεται ότι όλα πηγάζουν από μία μόνο αρχή, ότι δηλ. όλα στον κόσμο είναι ένα, κάτι μόνο, και επομένως τα σωματικά και ψυχικά φαινόμενα είναι δύο μορφές μιας και της ίδιας ουσίας και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενισμός — ο [ένα] ο μονισμός*, φιλοσοφική θεωρία που δέχεται μία μόνο αρχή τών όντων, κατά την οποία δηλ. τα πάντα στον κόσμο είναι μόνον ένα, αποτελούν ενότητα κατά την αρχή, τη σύσταση και την ύπαρξή τους …   Dictionary of Greek

  • μονισμός — ο (φιλοσ.), κοσμοθεωρία που δέχεται μία μόνο αρχή των όντων, ο ενισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»